εδαφογενετικός

εδαφογενετικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον σχηματισμό τών εδαφών
2. φρ. «εδαφογενετικοί παράγοντες» — το είδος τού πετρώματος, το κλίμα, η βλάστηση και η τοπογραφική διαμόρφωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”